- υπερτείνω
- Α [τείνω]1. εκτείνω, απλώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο («σκιὰν ὑπερτείνουσα σειρίου κυνός», Αισχύλ.)2. τεντώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό, τό παρατεντώνω («μέτριος ἐν τῷ μετρίῳ τὴν τιμωρίαν ὑπερέτεινεν», Πλούτ.)3. (αμτβ.) α) εκτείνομαι από πάνωβ) απλώνομαι, αναπτύσσομαιγ) μτφ. i) υπερτερώii) υπερέχω σε κάτι («ὅταν τῷ πλήθει ὑπερτείνωσιν οἱ ἄποροι», Αριστοτ.)4. παραβιάζω («ἄ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ὑπερτείνει», Αριστοτ.)5. (λογ.) περιέχω περισσότερα από κάτι άλλο6. (η μτχ. ουδ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ὑπερτεταμένον(για λεκτικό ύφος) βεβιασμένο και υπερβολικά έντεχνο7. φρ. α) «ὑπερτείνω χεῑρα» — εκτείνω, απλώνω το χέρι μου πάνω σε κάποιον άλλο για να τόν προστατέψωβ) «ὑπερτείνω πόδα ἀκτῆς» — διέρχομαι ακτή.
Dictionary of Greek. 2013.